- αβελόνιαστος
- -η, -ο [βελονιάζω]1. (για κλωστή) αυτή που δεν περάστηκε από την τρύπα τής βελόνας2. (για βελόνα) αυτή, από την τρύπα τής οποίας δεν περάστηκε κλωστή3. (για ύφασμα) αυτός που δεν μπορεί να ραφτεί επειδή είναι σκληρός ή φθαρμένος.
Dictionary of Greek. 2013.